Σήμερον οι άνθρωποι του κόσμου του σκότους των αιρέσεων
προπαγανδίζουσι περί ενότητος ή ενώσεως,
«μη νοούντες μήτε α λέγουσι μήτε περί τίνων διαβεβαιούνται» (Αποστόλου Παύλου,
Α’ Τιμοθ. α’, 7. Εφεσ. δ’, 13), ως λέγει ο Απόστολος του Σωτήρος Ιησού Χριστού
του Θεού.
Διότι εν προκειμένω δύο ενώσεις υπάρχουσιν, η αληθινή ένωσις
της Ορθοδοξίας και η ψευδένωσις των αιρέσεων. Η ένωσις της Ορθοδοξίας, ήτοι της
αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, βασίζεται «εις
την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού (Πατρός)», που
είναι «η αλήθεια» («Κατά Ιωάννην Άγιον Ευαγγέλιον», ιδ’, 6), το μόνον «θεμέλιον»
(Αποστόλου Παύλου, Α’ Κορινθ. γ’, 10-11) του Χριστιανισμού, ήτοι της Εκκλησίας της
αληθινής, της Ορθοδόξου. Και επειδή «Μία (είναι) η Εκκλησία εν ουρανοίς, η αυτή
και επί γης» (Διατυπώσεις Α’ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi, 2, 889), μία είναι η αληθινή
εκκλησιαστική ενότης και ένωσις. «Εν ταύτη το Πνεύμα το Άγιον επαναπαύεται». Αι
δε «έξω ταύτης», της Μίας Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, «ούσαι αιρέσεις»,
τας οποίας «έχουσι οι άνθρωποι» της αιρετικής πλάνης, ήτοι οι αιρετικοί, «ουκ
εισι διδασκαλίαι του Σωτήρος ημών, ουδέ των Αποστόλων, αλλά του Σατανά και του
πατρός αυτών», ήτοι του διαβόλου, ως και ούτω λέγεται «ο Σατανάς» («Αποκάλυψις
Ιησού Χριστού» του Θεού, κ’ 2). Συνεπώς αι
αιρέσεις δεν είναι Εκκλησίαι του Χριστού.
Διο, εκ των «επί γης» ανθρώπων, «την ενότητα της πίστεως»
και ένωσιν έχουσι μόνον οι ενούμενοι με την «εν ουρανοίς» Εκκλησίαν, ήτοι οι
πιστεύοντες καθώς και οι Άγιοι της «εν ουρανοίς» Εκκλησίας του Χριστού, και
ούτοι είναι ηνωμένοι και με την επίγειον Εκκλησίαν Αυτού. Και τούτο επειδή, ως
λέγουσι τον 19ον αιώνα οι Ορθόδοξοι τότε πατριάρχαι της Ανατολής, η «πίστις
ημών, αδερφοί, ουκ εξ ανθρώπων, ουδέ δι’ ανθρώπου» (Εγκυκλίου των Ορθοδόξων
Πατριαρχών της Ανατολής του έτους 1848, Mansi, 40, 411), ως είναι αι πλάναι των αιρετικών, «αλλά δι’
αποκαλύψεως Ιησού Χριστού, ην εκήρυξαν οι θείοι Απόστολοι, εκράτυναν (ενίσχυσαν)
αι Ιεραί Οικουμενικαί Σύνοδοι, παρέδωκαν εκ διαδοχής οι μέγιστοι σοφοί
διδάσκαλοι της οικουμένης και επεκύρωσαν τα εκχυθέντα αίματα των Αγίων Μαρτύρων».
Όλοι ούτοι, οι οποίοι ζώσιν εις την «εν ουρανοίς» θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν των
σεσωσμένων. Και προτρέπουσι λέγοντες: «Κρατώμεν της ομολογίας, ην παρελάβομεν
άδολον παρά τηλικούτων (τόσον μεγάλων) ανδρών, αποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν ως υπαγόρευμα του διαβόλου», όπως είναι και όλαι αι αιρέσεις. Πας,
λοιπόν, άνθρωπος της επιγείου ζωής μη ενούμενος κατά τα ανωτέρω με την ουράνιον
Εκκλησίαν, τελικώς εκβάλλεται της Μίας σωτηρίου Εκκλησίας του Χριστού ως
αιρετικός, και αποξενώνεται της εν Χριστώ σωτηρίας. Διότι πάσα αίρεσις, ως μη
έχουσα «την ενότητα της πίστεως» της Ορθοδοξίας, δεν σώζει, αλλά κολάζει εις κόλασιν αιώνιον, καθ’ ότι «το έσχατον
πτώμα (πτώσις) εστι ψυχής» (Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, PG. 44, 504) η αίρεσις, δηλαδή το
μέγιστον θανάσιμον αμάρτημα.
Ιδού και άλλα σωτήρια, που μας λέγει η επουράνιος Εκκλησία
δια του Σωτήρος Χριστού και των Αγίων του: « Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών (αιρετικών), οίτινες έρχονται προς
υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι
άρπαγες» («Κατά Ματθαίον Άγιον Ευαγγέλιον», ζ’, 15), λέγει ο Χριστός. Και ο
Απόστολος Παύλος: «Αλλά και εάν ημείς
(οι Απόστολοι) ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν, παρ’ ο ευηγγελισάμεθα
υμίν, ανάθεμα έστω» (Αποστόλου
Παύλου, Γαλάτ. α’, 8). Οι Πατέρες των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων «ώρισαν» (Α’
Κανόνος Β’ Οικουμενικής Συνόδου), «αναθεματισθήναι
(να αναθεματισθή) πάσαν αίρεσιν», ήτοι «πάσαν αίρεσιν εθέσπισεν (η Σύνοδος
αυτών) αναθεματισθήναι» (Ιωάννου Ζωναρά, Σ.Ι.Κ. 2, 166). Δηλαδή, όλαι αι
αιρέσεις να αναθεματισθώσιν από όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Και πάλιν, «όλοις τοις αιρετικοίς ανάθεμα» (Ζ’
Οικουμενικής Συνόδου, Mansi,
13, 398-400). Και πάλιν, «ει τις πάσαν παράδοσιν εκκλησιαστικήν έγγραφον ή
άγραφον αθετεί, ανάθεμα». Και πάλιν,
«ει τις χριστιανοκατηγορικής αιρέσεως όντα τινά η εν αυτή τον βίον απορρήξαντα
(αποθανόντα) διεκδικεί (επιχειρεί να
δικαιώση) ανάθεμα». Και ο Πρόεδρος της
τρίτης Αγίας Οικουμενικής Συνόδου Πατριάρχης Αλεξανδρείας Άγιος Κύριλλος,
γράφων κατά της αιρέσεως του Νεστοριανισμού του αιρεσιάρχου Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, προτρέπει τους εκεί Ορθοδόξους λέγων. «Ασπίλους
και αμώμους εαυτούς τηρήσατε, μήτε
κοινωνούντες τω μνημονευθέντι, μήτε
μην ως διδασκάλω προσέχοντες, ει μένει λύκος αντί ποιμένος» (Πατριάρχου
Αλεξανδρείας Αγίου Κυρίλλου, Mansi,
4, 1096). Και ο Άγιος Μάρκος Εφέσου τονίζει. «Φεύγετε τους παπικούς αιρετικούς,
«ως φεύγει τις από όφεως» (Αγίου
Μάρκου Εφέσου, Mansi,
31 B’, 1323). Και ο
μέγιστος προφήτης των τελευταίων αιώνων Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Τον Πάπαν να καταράσθε», ήτοι να
αναθεματίζετε, «αυτός θα είναι η αιτία» (Αγίου Κοσμά Αιτωλού).
Δεν αποδεικνύεται, λοιπόν, και μόνον βάσει των ανωτέρω, ότι
οι εξ Ορθοδόξων Αρχιεπίσκοπος και επίσκοποι οι μεταβάντες εις την γενικήν συνέλευσιν
των αιρετικών και φιλαιρετικών του λεγομένου «παγκοσμίου συμβουλίου εκκλησιών»
(Εφημερίς «Καθημερινή» 16.2.2006) ηγνόησαν τα θεία; Τουτέστιν, ηγνόησαν την «εν
ουρανοίς» Εκκλησίαν, συνεπώς και την «επί γης», ήτοι την Μίαν ουράνιον και
επίγειον Εκκλησίαν του Χριστού και, παρακούσαντες εις αυτήν, παρέβησαν τον
θείον εκκλησιαστικόν νόμον, καταφώρως και σκανδαλωδώς;
Και μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος κ. Αναστάσιος, ο οποίος και εξελέγη υπό των
αιρετικών πρόεδρος του εν λόγω αιρετικού συμβουλίου («Ορθόδοξος Τύπος»,
10.3.2006) και γέγονεν ο εκλεκτός αυτών με συνέπειαν, να μη δύνηται να κατέχη
θέσιν Ορθοδόξου Αρχιεπισκοπής; Διότι «εάν ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος»
(Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 33, S. 199 «σκανδαλίζωσι
τον λαόν, χρη αυτούς εκβάλλεσθαι»,
λέγει ο θείος εκκλησιαστικός νόμος.
«Εάν δε και της Εκκλησίας
παρακούση, έστω σοι
ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης»,
λέγει Κύριος.
(Κατά Ματθαίον Άγιον Ευαγγέλιον, ιη’, 17)
Πηγή: «ΦΩΝΗ ΤΩΝ
ΠΑΤΕΡΩΝ», Α.Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗΣ, Αθήναι, Φεβρουάριος 2006