Μετά τον μέγαν
πόλεμον έρχεται η αναλαμπή της Ορθοδοξίας («Φοβερά και Θαυμαστά ερχόμενα
Γεγονότα», σ. 44-72).
Δια του πολέμου θα διαλυθούν αι σκοτειναί δυνάμεις και θα
καταστραφούν. Τότε, θα αποθάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι και θα απομείνη εκ
τούτων το εν τρίτον, ως προφητεύεται δια του προφήτου του Κυρίου. «Και έσται εν πάση τη γη, λέγει ο Κύριος, τα
δύο μέρη αυτής εξολοθρευθήσεται και εκλείψει, το δε τρίτον υπολειφθήσεται εν αυτή.
Και διάξω το τρίτον δια πυρός και πυρώσω αυτούς, ως πυρούται το αργύριον, και
δοκιμώ αυτούς, ως δοκιμάζεται το χρυσίον. Αυτός επικαλέσεται το όνομά μου, καγώ
επακούσομαι αυτώ και ερώ· λαός μου ούτός εστι, και αυτός ερεί,
Κύριος ο Θεός μου» (Ζαχ. ιγ’ 8-9). Θα λήξη δε ο εξοντωτικός ούτος πόλεμος
με επέμβασιν του Θεού, ο οποίος θα δώση εις τους υπολειφθέντας ανθρώπους
θεάρεστον πολιτικήν και εκκλησιαστικήν ηγεσίαν. Τότε θα αναδειχθή ο «από πενίας» (Ανδρέου δια Χριστόν Σαλού,
PG. 111, 676, 853)
βασιλεύς Ιωάννης, ο οποίος θα οδηγήση την ανθρωπότητα εις την οδόν του Κυρίου («Φοβερά
και Θαυμαστά ερχόμενα Γεγονότα», σ. 48). ( … )
Ο βασιλεύς Ιωάννης θα επιτελέση τριπλούν έργον. Έργον δικαίας
κρίσεως, θεαρέστου ανοικοδομήσεως και σωτηρίου ιεραποστολής. Η κρίσις αυτού θα
είναι δικαία και αυστηρά, και «φοβερόν
και ανύποιστον (αφόρητον)» το «της αυτού
απειλής» και αποφάσεως (Ανδρέου Καισαρείας, PG. 106, 305). Θα είναι δε αύτη κρίσις
προδρομική της μελλούσης γενικής κρίσεως της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου, η
οποία θα κηρύσσεται επικειμένη. Η κρίσις του Ιωάννου θα γίνη, όχι κατά πάντων
των ανθρώπων, αλλά κατά «των σφόδρα
πονηρωτάτων» (Ανδρέου Καισαρείας, PG. 106, 305), «των
αθεμίτοις έργοις εμβιωσάντων» (Αρέθα, PG. 106, 637) κυρίως πολιτικών και εκκλησιαστιακών, που θα έχουν
επιζήσει μετά τον πόλεμον («Φοβερά και Θαυμαστά ερχόμενα Γεγονότα», σ. 62-66).
Η θεάρεστος ανοικοδόμησις θα αναφέρεται εις πόλεις, όπως η
Κωνσταντινούπολις ως πρωτεύουσα και τα Ιεροσόλυμα ως αγία πόλις, και εις ιερούς
ναούς και ιεράς μονάς, ως των Αγίων Τόπων και άλλων μερών («Φοβερά και Θαυμαστά
ερχόμενα Γεγονότα», σ. 66-68). Η δε σωτήριος ιεραποστολή θα ασκηθή καθ’ άπασαν
την γην, όπου «κηρυχθήσεται τούτο το
Ευαγγέλιον της Βασιλείας», ήτοι η Ορθοδοξία, «εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσι τοις έθνεσι», καθ’ ότι μετ’
ολίγον «ήξει (θα έλθη) το τέλος» (Ματθ. κδ’ 14). Τότε θα
πιστεύσουν και θα βαπτισθούν ορθοδόξως όλα τα έθνη, ακόμη και μέρος των
Εβραίων, και θα δοξάζουν τον Σωτήρα Κύριον Ιησούν Χριστόν, μάλιστα εις τα
μεγάλα κέντρα της Ορθοδοξίας. «Ύστερα»,
γράφει σχετικώς ο Μακρυγιάννης, «ήρθαν πλήθος
λαός διαφόρων εθνών και δόξαζαν τον Θεόν και την Βασιλείαν του, και» ο
Χριστός και οι Άγιοι «τους ευλογούσαν
όλους» (Μακρυγιάννη, ένθ ανωτ. σ. 203) ως ευσεβείς («Φοβερά και Θαυμαστά
ερχόμενα Γεγονότα», σ. 68-71).
Ο παντοδύναμος Θεός θα καθαρίση την γην από τα πυρηνικά
κατάλοιπα του μεγάλου πολέμου, και ο δούλος του βασιλεύς Ιωάννης θα ειρηνεύση
την ανθρωπότητα από των πολέμων, και την Ορθόδοξον Εκκλησίαν από των αιρέσεων
και των ανόμων. Επί της βασιλείας του, που θα προαναγγέλλη την ερχομένην δια της
δευτέρας παρουσίας του Κυρίου αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών, θα καλλιεργήται η
ορθόδοξος ευσέβεια εις όλην την οικουμένην. Τότε θα ανθίζη ο μοναχισμός και η
κατά Χριστόν ζωή των βιοτικών, και θα πλουτίση η γη με ουράνια και επίγεια
αγαθά θείας ευλογίας (Ανδρέου δια Χριστόν Σαλού, PG. 111, 856). Τότε «κατοικηθήσονται αι νήσοι επ’ ειρήνης»
(Ιεζεκ. λθ’ 6), ήτοι αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι (Γρηγορίου Θεολόγου, PG. 36, 608), «και γνώσονται ότι εγώ ειμί Κύριος» λέγει
ο Θεός (Ιεζεκ. λθ’ 6).
Προσέτι, ο θεοφιλής βασιλεύς θα κηρύσση και κατά του
ερχομένου Αντιχρίστου και θα οπλίζη πνευματικώς τους ανθρώπους κατ’ αυτού, καθ’
«ότι χρόνος ουκέτι έσται» (Αποκ. ι’
6). Δηλαδή, «χρόνος ουκ έσται μακρός»
μέχρι της συντελείας (Ανδρέου Καισαρείας, PG. 106, 308), και λαμβάνει πλέον τέλος η επί γης ανθρωπίνη ζωή, και
η ευκαιρία μετανοίας και αποδοχής της ετοίμης εν Χριστώ σωτηρίας (Α’ Πέτρ. α’ 5),
(«Φοβερά και Θαυμαστά ερχόμενα Γεγονότα», σ. 71, 77-79).
ΠΗΓΗ: Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ, Α.Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗ, Γ’ ΕΚΔΟΣΙΣ
1990, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, Η Αναλαμπή της Ορθοδοξίας, σ. 175- 177.