23 Σεπτεμβρίου 1998
Προς
Τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον
Αθηνών και πάσης Ελλάδος
Κύριον κ. Χριστόδουλον
Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου
Της Εκκλησίας της Ελλάδος
(απόσπασμα)
Εις Αθήνας
(…) Επειδή γνωρίζομεν την ευαισθησία Σας εις ό,τι αφορά την
πορείαν των θεολογικών διαλόγων μετά των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων ως και του
Οικουμενισμού, ευαισθησίαν την οποίαν απεδείξατε κατά το παρελθόν με
δημοσιεύματά Σας, ευσεβάστως απευθυνόμεθα προς την Υμετέραν Σεπτήν Μακαριότητα
δια να Σας καταστήσωμεν κοινωνόν της ανησυχίας μας δια τα σοβαρώτατα αυτά
ζητήματα, και δι’ Υμών την Σεπτήν Ιεραρχίαν.
Ανησυχούμεν διότι:
Είναι βεβαίως πολύ παρήγορον το μήνυμα της εν Θεσσαλονίκη
Διορθοδόξου Συναντήσεως (1η Μαΐου 1998). Ιδιαιτέρως μας εχαροποίησεν
η άρνησις συμμετοχής εις συμπροσευχάς και άλλας οικουμενιστικάς τελετάς, η
αποχή από τας διαδικασίας ψηφοφορίας, καθώς και η απαίτησις ριζικής
ανασυγκροτήσεως της δομής του Π.Σ.Ε. ως προϋποθέσεως δια την συμμετοχήν των
Ορθοδόξων εις αυτό. Αποτελεί μίαν πρώτην αντίρροπον δύναμιν και πιστεύομεν ότι
θα αποδώση καρπούς που αφορούν την ακεραιότητα και την δυνατότητα μαρτυρίας της
Εκκλησίας, ως και Υμείς εσημειώνατε: «Τότε
για πρώτη φορά διερωτηθήκαμε αν τελικά πρέπει να παραμείνουμε εκεί, όταν δεν
επηρεάζουμε ουσιαστικά την κατάσταση. Πέρασαν 15 χρόνια και οι ίδιοι προβληματισμοί
εξακολουθούν και σήμερα πιο έντονα να μας απασχολούν στα ερωτήματα που γεννά η
νέα κατάσταση. Και θα καταλήξουν σε λύσεις, που ασφαλώς θα ευνοούν την
ακεραιότητά μας, αλλά και την δυνατότητα της μαρτυρίας μας» (ενθ’ ανωτ.
σελ. 178).
Λυπούμεθα όμως, διότι υπό των Ορθοδόξων Οικουμενιστών
επεχειρήθη υποβιβασμός της σημασίας της εν Θεσσαλονίκη διακηρύξεως δια δημοσιευμάτων
εις τον διεθνή οικουμενιστικόν περιοδικόν τύπον. Συγκεκριμένως, υπ’ αυτών εδόθη
μεγαλυτέρα βαρύτης εις τας παραγράφους τας αναφερομένας εις την ανάγκην
παραμονής των Ορθοδόξων εις το Π.Σ.Ε. και εις την πάντοτε σύμφωνον δήθεν προς την
Ορθοδοξίαν Πίστιν και Παράδοσιν συμμετοχήν των Ορθοδόξων αντιπροσώπων εις αυτό,
θέμα περί του οποίου έχομεν τας επιφυλάξεις μας. Η σημασία δε της πανορθοδόξου
διαμαρτυρίας δια τας δογματικάς, εκκλησιολογικάς και άλλας ακρότητας εν τω
Π.Σ.Ε. περιωρίσθη, ωσάν να πρόκειται δια ζήτημα των ακραίων εν τω Π.Σ.Ε. τάσεων
και όχι δια πρόβλημα αυτού τούτου του Οργανισμού.
Πέραν τούτου, η πρότασις δια παραμονήν των Ορθοδόξων
Εκκλησιών εις το Π.Σ.Ε., ως αυτή διατυπώνεται εις τας παραγρ. 5, 6 και 7 της διακηρύξεως,
δεν επαγγέλεται παρά λύσιν ανεπαρκή και ασύμφωνον προς την Ορθόδοξον
αυτοσυνειδησίαν. (…)
Πρέπει, νομίζομεν, - εάν εν τέλει κρίνεται απαραίτητος η
παρουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Π.Σ.Ε. – να επανέλθωμεν εις το μέχρι
του 1961 καθεστώς συμμετοχής των Ορθοδόξων εις αυτό. Ως γνωστόν, μέχρι της εν
Νέω Δελχί (1961) Γενικής Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. τα μέλη της Ορθοδόξου
Αντιπροσωπείας παρίσταντο ως εκπρόσωποι της Μιάς Αγίας Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας και κατέθετον ιδιαιτέραν δήλωσιν. Εις την τελευταίαν
αυτήν Συνέλευσιν εδηλούτο: «… η Ορθόδοξος
Εκκλησία δεν είναι μία Ομολογία, μία εκ των πολλών, μία μεταξύ των πολλών. Δια τους
Ορθοδόξους, η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι «η» (καθαυτό) Εκκλησία … εκ της οποίας προέρχονται δια της οδού της ελαττώσεως
(υποβιβάσεως, reduction) και του αποχωρισμού (separation) όλαι αι υφιστάμεναι χριστιανικαί ομολογίαι» (Ιω. Καρμίρη, Τα
Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Β΄,
Αθήναι 1968, σελ. 978). (…)
Ο διαθρησκειακός Οικουμενισμός καλπάζει. Δεν μένει εις τα
όρια ενός φιλοσοφικού ή κοινωνικού διαλόγου. Προχωρεί εις θεολογικόν επίπεδον
και προσπαθεί να εύρη κοινά σημεία πίστεως μεταξύ ορθοδόξων και ετερόθρησκων. Δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τας βασικάς διαφοράς.
Διακηρύττει ότι και εις τας λοιπάς θρησκείας, και μάλιστα τας μονοθεϊστικάς,
υπάρχει σωτηρία. Ούτως ανατρέπει την
θεμελιώδη χριστιανικήν πίστιν ότι «ουκ
έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό
τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πραξ. δ΄,
12), και το «εάν ημείς ή άγγελος εξ
ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ.
α΄, 8).
Ο διαθρησκειακός
συγκρητισμός σχετικοποιεί την ευαγγελικήν αλήθειαν.
Προχωρεί ακόμη ούτος και εις το λατρευτικόν επίπεδον. Ορθόδοξοι
Ιεράρχαι ή και Πρωθιεράρχαι συμμετέχουν εις πανθρησκειακάς εκδηλώσεις ως της Ασσίζης
ή εις κοινάς συμπροσευχάς και δοξολογίας μεθ’ ετεροδόξων και ετεροθρήσκων, και
δη Ιουδαίων και Μουσουλμάνων.
Διερωτάταί τις, ποίον Θεόν δοξολογούν; Τον
Ιεχωβά, τον Αλλάχ, ή τον εν Χριστώ αποκαλυφθέντα Τριαδικόν Θεόν;
(…)
Οι προσευχόμενοι εν Ασσίζη Ορθόδοξοι δια την
ειρήνην παρά το πλευρόν ακόμη και ειδωλολατρών και μάγων, πώς λησμονούν το του
Αποστόλου: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες
απίστοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία
φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελιάλ; ή τις μερίς πιστώ μετά
απίστου; τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων;» (Β΄Κορ. στ΄, 14-16),
και το «ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου
μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων»; (Α΄Κορ. ι΄, 21).
Πώς λησμονούν τους αγώνας
των Προφητών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Ομολογητών και την ασυμβίβαστον
στάσιν των έναντι των αρνουμένων τον αληθή Θεόν και τον Κύριον Ιησούν Χριστόν
ως Θεάνθρωπον και μόνον Σωτήρα των ανθρώπων;
Άρα γε πάντα ταύτα συμβαίνουν εξ επιπολαιότητος και
διπλωματικής νοοτροπίας (ασυγγνώστου βεβαίως), ή αποτελούν εφαρμογή του προγράμματος της Νέας Εποχής, δια τον
ερχομόν της οποίας ουκ ολίγοι εργάζονται;