«πάντα»3 τα της Εκκλησίας
εκαινοτόμησε και διέφθειρεν ο Παπισμός
Διατί
οι καινοτόμοι της αποστασίας επιδιώκουσι την
μεταγλώττισιν των ιερών κειμένων των Αγίων Γραφών, της ορθοδόξου θείας
Λατρείας ή και άλλων;
Και
επειδή, ως έχει αποδειχθή επιστημονικώς υπό της Γλωσσολογίας, παν κλασσικόν κείμενον
μεταφραζόμενον αποβάλλει το 90% ή
και πλέον της αξίας του1. Ούτω,
δια των μεταφράσεων των Γεγραμμένων της Ορθοδοξίας, ο αναγνώστης των βοηθείται
μόνον κατά εν 10% περίπου. Και διαβάζει εις τας μεταφράσεις ταύτας, όχι τι
ακριβώς έγραψεν ο Θεός δια των Αγίων του Αποστόλων, Ευαγγελιστών, Προφητών και
άλλων Αγίων, αλλά τι αντελήφθη ο
μεταφραστής, όταν εδιάβαζε το πρωτότυπον κείμενον, δια να γράψη την μετάφρασίν
του. Τοιουτοτρόπως, και τα λάθη και αι παρανοήσεις ή και οι πλάναι του
μεταφραστού, λόγω ανθρωπίνης αδυναμίας ή κακοδοξίας, εκλαμβάνονται ανυπόπτως ως
θείος λόγος, με δεινάς συνεπείας.
Ούτω, κατά την Αποστολικήν
εποχήν και την εποχήν των Αποστολικών Πατέρων των δύο ή τριών πρώτων αιώνων οι
Χριστιανοί της Δύσεως εχρησιμοποίουν την ελληνόφωνον εκκλησιαστικήν γλώσσαν. Αλλά
από του δευτέρου αιώνος ήρχισαν να εμφανίζονται εκεί μεταφράσεις μερών της Αγίας Γραφής εις την τότε Ιταλικήν, αι οποίαι
ωνομάσθησαν Ιτάλα2. Η Ιτάλα
είχε τοσαύτα σφάλματα και ελλείψεις, ώστε τον τέταρτον και πέμπτον αιώνα
αντικατεστάθη δια της λεγομένης Βουλγάτας2,
η οποία εβασίσθη κυρίως, όχι επί του ελληνοφώνου κειμένου της Ορθοδοξίας, αλλά
επί του νενοθευμένου εβραϊκού ! Διο και επεκρίνετο2 δια πολλάς ελλείψεις. Ούτω, στερηθέντες οι δυτικοί της
γνήσιας Αγίας Γραφής, επλανήθησαν
και τελικώς τον ένατον αιώνα έπεσον εις την αίρεσιν του Παπισμού. Ο δε Παπισμός
το έτος 1546 δια της εν Τριδέντω ψευδοσυνόδου του ενέκρινε2 την Βουλγάταν, μετά
επανειλημένας ματαίας διορθώσεις, ως την Γραφήν της παπικής αιρέσεως.
Τοιουτοτρόπως, ο Παπισμός εις την Δύσιν «πάντα»3 τα της Εκκλησίας εκαινοτόμησε
και διέφθειρε, μετατρέψας αυτήν εις κόσμον4, όστις «όλος εν τω πονηρώ κείται»5 ! Από δε της εμφανίσεως του ο Παπισμός κακουργών επιχειρεί να
διαφθείρη και την Ορθόδοξον Ανατολήν, αλλά ματαίως.
Διότι ο Θεός ώπλισε τους
Ορθοδόξους Χριστιανούς δια των απαραχαράκτων
ελληνοφώνων Γεγραμμένων της Ορθοδοξίας, και δια της εξής θείας πατερικής
εντολής: Μη τις «πειραζέτω (επιχειρή) τας
λέξεις μεταποιείν ή όλως εναλλάσσειν· αλλ’ ούτως ατεχνώς τα Γεγραμμένα λεγέτω
και ψαλλέτω, ώσπερ είρηται»6, ήτοι όπως ακριβώς έχουσι λεχθή και γραφή θεοπνέυστως.
Διο οι πιστοί Ορθόδοξοι
Χριστιανοί φεύγουσι τους μεταγλωττίζοντας τα θεία και τους «πονηρούς»7 καρπούς των, «ως φεύγει τις από
όφεως»8. Οι δε αλλόγλωσσοι πιστοί μελετώσι τα
θεία Γεγραμμένα μανθάνοντες την
ελληνόφωνον γλώσσαν της Ορθοδοξίας.
Μη τις «πειραζέτω τας λέξεις
μεταποιείν ή όλως εναλλάσσειν» 6
1
Φιλολόγου Γεωργούλη, Πρακτικά Εκπαιδευτικού Συνεδρίου εν Τριπόλει, εν Αθήναις
1958, σ. 130 – 2 «Η
Γλώσσα της Ορθοδοξίας» Α. Δ. Δελήμπαση, Αθήναι 1975, σ. 42 – 3 Εγκυκλίου των Ορθοδόξων Πατριαρχών της
Ανατολής του 1848, Mansi, 40, 405 – 4 «Πάσχα Κυρίου» Α. Δ. Δελήμπαση, Αθήναι 1985, σ. 553 – 5 Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, Α’, ε’,
19 – 6 Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μ. Αθανασίου,
PG. 27, 41 – 7 «Κατά Ματθαίον Άγιον Ευαγγέλιον», ζ’,
17 – 8 Αγίου Μάρκου Εφέσσου, Mansi, 31, Β’, 1323.
Πηγή: «Φωνή Των Πατέρων», Αθήναι Ιούνιος 2005.