Επιστολή, γραφείσα υπό Σαμουήλ
διδασκάλου Ισραηλίτου, του καταγομένου εκ της Βασιλείας του Μαρόκου, προς Ραβί Ισαάκ, τον διδάσκαλον της Συναγωγής,
της ούσης εν Σουβιουλμέτη, τη ούση εν τη ειρημένη Βασιλεία.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Ο Θεός, αδελφέ, να σε διαφυλάξη και να σε διατηρήση έως ότου
να απαλλαχθώμεν της αιχμαλωσίας ταύτης, και να επισυναχθώμεν, διασκορπισμένοι
όντες, και να πλησιάση η ειρήνη ημών, και να σημειώση ο Θεός τη ευδοκίαν του
επί την ημετέραν ζωήν, Αμήν. Εγνώρισα, και εδοκίμασα, ότι συ είσαι της του καθ’
ημάς καιρού επιστήμης το πλήρωμα, και ότι εις σε ελπίζομεν να μας δώσης βεβαίας
λύσεις με τας υπό σου πεποιημένας θαυμασίους εκθέσεις, και ερμηνείας εις τας
απορίας του νόμου, και των προφητών. Όθεν εγώ επιθυμών να μεθέξω της διδασκαλίας
σου, σε προβάλλω τας εκβάσεις και ενθυμήσεις της καρδίας μου εις τα του νόμου,
και των προφητών, επάνω εις τα οποία μετά
φόβου αλγώ, και οδύνωμαι. Δια τούτο προστρέχω εις το δαψιλές της επιστήμης
τε και σοφίας σου, και πέμπω σοι το βιβλιάριον τούτο, ελπίζων, Θεού θέλοντος, να
στερεωθώ δια σου εις την αλήθειαν, και να φωτισθώ εις τας απορίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’
Ότι ο δίκαιος Ιησούς ο
των Χριστιανών Θεός αδίκως επράθη.
Φοβούμαι, αυθέντα
μοι, και τρομάζω, μήπως αυτός ο Ιησούς, τον οποίον οι Χριστιανοί λατρεύουσιν,
είναι εκείνος ο δίκαιος, όστις επωλήθη δια το αργύριον κατά τον προφήτη Άμως· και φρίττω, μήπως και δι’ αυτόν είναι αι μαρτυρίαι των προφητών οπού
συναντώ, τας οποίας φανερώς τε και προσφυώς προσαρμόζουσιν οι Χριστιανοί εις
την διδασκαλίαν των.
Ο προφήτης Ησαΐας λέγει Κεφ. Α’ «ουαί έθνει αμαρτωλώ, υιοίς ανόμοις, ότι εμάκρυναν εαυτούς από του Θεού,
και εβλασφήμησαν τον άγιον αυτού, και έκλιναν εις τα οπίσω» ! 1. Ομοίως ο αυτός προφήτης λέγει· «Ως
πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, όπερ ουκ ανοίγει το στόμα αυτού»2. Ωσαύτως λέγει· «Άνθρωπος
έχων οδύνην, και ειδώς ασθένειαν»3. Ομοίως «Εξουδένωται, και δια τούτο ουκ ελογησάμεθα αυτόν, αυτός γαρ προσήχθη,
διότι αυτός ηθέλησεν»4. Ομοίως· «Δια την της κρίσεως στενότητα καθηρέθη, την
γενεάν αυτού τις διηγήσεται;»5 «Υπέρ
της ανομίας του λαού μου ήλωσα αυτόν, και δώσει τους αδικητάς αντί της ταφής,
και τους πλουσίους αντί του θανάτου αυτού»6.
Φοβούμαι δε, αυθέντα μοι, ότι αδικηταί ήσαν οι πατέρες ημών, και πλούσιοι ο
Πιλάτος, και ο Ηρώδης, και ο Άννας και ο Καϊάφας, καθώς λέγει καθώς λέγει ο
προφήτης Δαυίδ· «Επανέστησαν
πάντες οι Βασιλείς της γης, και οι μείζονες κατά του Θεού, και κατά του Χριστού
αυτού»7. Οι Βασιλείς, τουτέστιν οι προειρημένοι
πλούσιοι. Οι μείζονες, τουτέστιν οι πατέρες ημών. Φοβούμαι δε, αυθέντα μοι, ότι αυτός ο Ιησούς είναι εκείνος, οπού
αντηλάχθη, και επράθη αργυρίω, περί του οποίου λαλεί ο προφήτης Ζαχαρίας, Κεφ.
ΙΑ’, 12 και ο προφήτης Αμώς Κεφ. Δ’,6 και άλλοι προφήται. Περί του οποίου λαλεί
και ο προφήτης Ησαΐας Κεφ. ΝΓ’. «Καθελεί
πάσας τας ανομίας, και εύξεται υπέρ των απίστων»8. Φοβούμαι δε, αυθέντα μοι,
ότι αυτός ο Ιησούς είναι εκείνος ο δίκαιος,
περί του οποίου λέγει ο Δαυίδ εις τον ΝΓ’ Ψαλμόν· «Ευφράνθησαν επί ψυχήν δικαίου, και αίμα
αθώον καταδικάσονται, και δια τούτο εξέβαλεν αυτούς ο Θεός και διασκορπιεί αυτούς
Κύριος ο Θεός ημών»9. Και φοβούμαι, αυθέντα μοι, ότι αυτός είναι εκείνος ο δίκαιος, περί του
οποίου λαλεί ο Ιερεμίας Κεφ. Θ’ λέγων «Άνθρωπός
εστι, και τις εσιν ο συνιών αυτόν;»10. Ωσαύτως· ο
Ιερεμίας Κεφ Ι’ «το είδος του προσώπου
ημών Χριστός ο Θεός ήχθη υπέρ των ανομιών ημών, ω είπομεν εν τη σκιά σου
ζησόμεθα εν τοις έθνεσι»11.
Φοβούμαι ακόμη, αυθέντα μοι, ότι αυτός είναι
εκείνος ο δίκαιος, περί του οποίου είπεν ο Θεός δια στόματος του προφήτου
Ζαχαρίου Κεφ. ΙΓ’ «Έρουσι γαρ εν τη ημέρα
εκείνη· τίνες εισίν αι πληγαί αυταί εν ταις χερσί
σου; και ερεί· επλήγην εν τω μέσω του
οίκου μου, και εν τοις αγαπώσί με, και εξεγερεί την ρομφαίαν ο ποιμήν μου επ’
εμέ»12. Ο αυτός Κεφ. ΙΒ’ «Επιβλέψονται
προς με εν τη ημέρα εκείνη, και προς ον ήλωσαν, και κλαύσονται επ’ αυτόν, ως
κλαυθμόν μονογενούς»13.
Φοβούμαι προσέτι, αυθέντα μοι, μήπως εκείνος ήτον ο δίκαιος, περί του οποίου
λέγει ο Αββακούμ Κεφ. Γ’ «Κέρατα εν
χερσίν αυτού, εκεί κεκρυμμένη εστίν η ισχύς αυτού κτλ»14. Και συμφωνεί το Ευαγγέλιον
των Χριστιανών εκεί όπου διηγείται τον θάνατον του Ιησού, και παρασταίνει. «Επί δε τον Ιησούν ελθόντες εύρον αυτόν
τεθνηκότα, και έθηκεν εις εξ αυτών την λόγχην αυτού, και ένυξε»15. Φοβούμαι, αυθέντα μοι,
μήπως αυτός είναι ο δίκαιος, περί του οποίου λέγει ο Αββακούμ Κεφ ΙΓ’ «Εξήλθες, Κύριε, σώσαι τον λαόν σου μετά του
Χριστού σου»16.
ΣΗΜΕΙΩΣΑΙ,
Ότι το βιβλιάριον τούτο φαίνεται, ότι εκρύβη από τους Ιουδαίους
επέκεινα των διακοσίων και τριάκοντα ετών, το οποίον εκ τούτου συμπεραίνεται,
επειδή αυτός ο διδάσκαλος Σαμουήλ,
γράψας προς τον Ραββί Ισαάκ, είπεν ότι επέρασαν μόνον χίλια έτη από τον
καιρόν οπού οι Ιουδαίοι διεσκορπίσθησαν δια το να εκατακυρίευσεν ο Τίτος την
αγίαν Πόλιν (Τίτος Αυτοκράτωρ Ρωμαίων). Όθεν φαίνεται, ότι ευθύς μετά τα χίλια
έτη της αιχμαλωσίας, και του διασκορπισμού των Ιουδαίων συνεγράφη το βιβλίον
τούτο. Αλλ’ οι Ιουδαίοι ορώντες εαυτούς
νενικημένους από τας τοσούτον εναργείς μαρτυρίας των προφητών, απέκρυψαν
τοσούτον καιρόν το βιβλίον τούτο, δια να μην ελέγχωνται υπό των Χριστιανών δια
των εν αυτώ περιεχομένων·
όθεν μετεφράσθη κατά τα 1400 έτη από Χριστού.
1 «Ουαί
έθνος αμαρτωλόν, λαός πλήρης αμαρτιών, σπέρμα πονηρόν, υιοί άνομοι,
εγκατελείπατε τον Κύριον, και παρωργίσατε τον άγιον του Ισραήλ». Κεφ. Λ’. 4. - 2 Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως
αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού»
Κεφ. ΝΓ’. 7. – 3 «Άνθρωπος
εν πληγή ων, και ειδώς φέρειν μαλακίαν». Κεφ. ΝΓ’. 3. – 4 «Απέστραπται το πρόσωπον αυτού,
ητιμάσθη και ουκ ελογίσθη» Κεφ. ΝΓ’ 3. – 5 «Εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη, την δε» -
6 «Από των ανομιών του λαού μου ήχθη
εις θάνατον. Και δώσω τους πονηρούς αντί της ταφής αυτού, και τους πλουσίους
αντί του θανάτου αυτού» Κεφ ΝΓ’, εδαφ. 8-9 – 7 «Παρέστησαν οι Βασιλείς της γης, και
οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου, και κατά του Χριστού αυτού»,
Ψαλ. Β’, 2 – 8 Τούτο
ουχ εύρηται εν τω των Ο’. μεταφράσει – 9 «Θηρεύσουσιν επί ψυχήν δικαίου, και αίμα αθώον
καταδικάσονται», Ψαλ. ΥιΓ’, 21-23. Και αποδώσει αυτοίς την ανομίαν αυτών, και
κατά την πονηρίαν αυτών αφανιεί αυτούς Κύριος ο Θεός. – 10 «Και άνθρωπός εστι, και τις γνώσεται
αυτόν;» Κεφ ΙΖ’ 9. – 11 «Πνεύμα προσώπου ημών Χριστός Κύριος συνελήφθη εν ταις
διαφθοραίς αυτών, ου είπαμεν εν τη σκιά αυτού ζησόμεθα εν τοις έθνεσι. Θρην»
Ιερεμ. Κεφ. Δ’ 20 – 12 «Και ερώ προς αυτόν· τι αι πληγαί αύται αναμέσον των χειρών σου, και ερεί· ας επλήγην εν τω οίκω τω αγαπητώ μου.
Ρομφαίαν εξεγέρθητι επί τους ποιμένας μου» Κεφ. ΙΓ’ 6 – 13 «Επιβλέψονται προς με, ανθ’ ων
κατωρχήσαντο· και
κόψονται επ’ αυτόν κοπετόν, ως επ’ αγαπητώ, και οδυνηθήσονται οδύνην ως επί τω
πρωτοτόκω», Κεφ. ΙΒ’, 10 – 14 «Κέρατα εν χερσίν αυτού, και έθετο αγάπησιν κραταιάν ισχύος
αυτού» Κεφ. Γ’, 4 – 15 «Επί δε τον Ιησούν ελθόντες, ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα,
ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη· αλλ’ εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξεν», Ιω. ΙΘ’ – 16 «Εξήλθες εις σωτηρίαν λαού σου του
σώσαι τον Χριστόν σου» Κεφ. Γ’ 13.
*** Η επιστολή αποτελείται από ΚΖ κεφάλαια. Εδώ παρατίθεται μία
εξ αυτών, καθώς και ο επίλογος.
Πηγή: ΤΑ ΙΟΥΔΑΪΚΑ, Ανατροπή της Θρησκείας των Εβραίων και
των Εθίμων Αυτών, ΠΟΝΗΜΑ ΧΡΥΣΟΥΝ, ΣΑΜΟΥΗΛ ΡΑΒΒΙ του Ιουδαίου, ΕΞΕΛΕΓΧΟΝ ΤΗΝ ΤΩΝ
ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΠΛΑΝΗΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΟΡΦΕΣ, ΑΘΗΝΑ, σ.σ. 222- 225, 284.