Μεταφέρομεν ενταύθα απόσπασμα εκ του βιβλίου «Άθως» του
Μεγάλου Χαρτοφύλακος των Πατριαρχείων Μανουήλ Γεδεών (σελ. 141) έχον ούτω: «Όθεν και εν τη του Αγίου Αθανασίου Λαύρα
ελθών (ο Βέκκος δηλ. μετά Μιχαήλ του Παλαιολόγου) οι εν αυτή οικούντες, ιδόντες αυτόν, φόβω και δειλία, ως ουκ έδει,
ληφθέντες ή μάλλον ειπείν μικροψυχήσαντες και προκρίναντες οι τάλαντες των
αιωνίων τα πρόσκαιρα, και ως Δημάς αγαπήσαντες τον νυν αιώνα και χωρίς βασάνων
και απειλών, θάττον υπέκυψαν προδόντες την εαυτόν ευσέβειαν και μετά φώτων και
προπομπής τούτον εδέξαντο, ως τέκνα μωμητά, υιοί παράνομοι και αλλότριοι του
εαυτών Πατρός Αγίου Αθανασίου· και εν τω Κυριακώ
λειτουργήσαντες ανιερώς μετ’ αυτών, την αναφοράν μετά αζύμων εποιήσαντο». Εκ
δε της αψευδούς παραδόσεως διεσώθη μέχρις ημών ότι φοβερά τινα φρίκης και
τρόμου γέμοντα επηκολούθησαν γεγονότα.
Ο μεν Ιεροδιάκονος Λαυριώτης ο συλλειτουργήσας, εν αυτή τη λειτουργία
υπό θεηλάτου οργής καταληφθείς, το ζην εξεμέτρησεν αναλύσας ως κηρός υπό πυρός
φλεγόμενος. Οι δε συλλειτουργήσαντες Ιερομόναχοι επτά (7), κατ’ άλλους (11)
μετά θάνατον ευρέθησαν άλυτοι, τυμπανιαίοι, αφωρισμένοι, των οποίων μέχρι
τέλους του 19ου αιώνος τα λείψανα είχον εις τον νάρθηκα του
κοιμητηρίου «οι Άγιοι Απόστολοι» εις κοινήν θέαν, το μεν προς διδασκαλίαν και
σωφρονισμόν των επιγενομένων γενεών, το δε όπως οι βλέποντες αυτούς σπλαγχνιζόμενοι,
εύχωνται υπέρ αυτών, ίνα Κύριος τους συγχωρήση και διαλύση τα τυμπανιαία αυτών
σώματα εις την γην, εξ ης ελήφθησαν. Παρέλειψα να είπω ότι και η αγιογραφία της
Εκκλησίας εμαύρισεν, ανεκαινίσθη δε ύστερον κατά το έτος 1544 υπό του διασήμου
ζωγράφου Θεοφάνους του Κρητός.
Επειδή όμως η τοιαύτη τρομακτική θέα των σωμάτων εγένετο
πρόξενος όχι μόνον φρίκης, αλλά και θανάτου, απεμακρύνθησαν της Μονής ταύτα
μεταφερθέντα εις ένα σπήλαιον δυσανάβατον και απόκρυμνον εις τα παράλια της Ρουμανικής
Σκήτεως· πλην όμως διότι και
εκεί οι περίεργοι δεν έπαυον να τους επισκέπτωνται, ενέφραξαν δια κτίσματος το
σπήλαιον όπερ κατέστη αγνώριστον πλέον δια της παρόδου του χρόνου. Ταύτα και
Λάζαρος ο Μοναχός, ο Διονυσιάτης, έγραψεν εν τη «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» τω
1964. Εν δε τω «Τύπω» του Δεκ/βρίου 1963 γράφει «… Όταν κατά το έτος 1925 δια
λέμβου διέπλεον το άνωθι μέρος ταξιδεύων δια το ορφάνιον Παγγαίου, οι λεμβούχοι
αδελφοί Παχώμιος και Ανδρόνικος μοι έδειξαν το τοιούτον σπήλαιον…».
Ο δε Πνευματικός των Ιερών Μονών Γρηγορίου, Ξενοφώντος,
Κωνσταμονίτου, Καρακάλου, Σίμωνος Πέτρας, Φιλοθέου κλπ π. Γαβριήλ Μαλάκιας,
όστις εκοιμήθη κατά τας αρχάς του 1965 εις ηλικίαν 100 ετών, άφησεν έγγραφον
μαρτυρίαν αναφέρων λεπτομερώς, πως είδεν τρία από τα σώματα των αφωρισμένων
όταν επεσκέφθη το σπήλαιον.
Επίσης, ο Μ. Γεδεών αναφέρει ότι εις την Ι. Μονήν
Ξηροποτάμου όπου συνελλειτούργησαν μετά του Βέκκου, επικολούθησεν σεισμός και
εκρημνήσθη η μιανθείσα Εκκλησία. Έπαυσε δε να αναφύεται αυτομάτως κατά την
μνήμην των πολιούχων της Μονής Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων υποκάτωθεν της Αγ.
Τραπέζης το μανιτάριον, όπερ ελάμβανον ως ευλογίαν.
ΠΗΓΗ: Έκδοσις: Περιοδικόν Άγιος Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης